Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρομιάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρομιάρ|ης (-α) [vrɔˈmɲar|is, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. βρομιάρης (ο χωρίς καθαριότητα):

βρομιάρης (-α)
Ferkel ουδ

2. βρομιάρης μτφ (βρομάνθρωπος):

βρομιάρης (-α)
Dreckskerl αρσ
βρομιάρης (-α)
Schlampe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский