Ελληνικά » Γερμανικά

βρομικ|ός <-ή, -ό> [vrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

βρομικός
Brom-
Bromsäure θηλ

βρόμικ|ος <-η, -ο> [ˈvrɔmikɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский