Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρόμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρόμα [ˈvrɔma] SUBST θηλ

1. βρόμα (κακοσμία):

βρόμα
Gestank αρσ

2. βρόμα (βρομιά):

βρόμα
Dreck αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский