Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βομβαρδιστικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βομβαρδιστικό [vɔɱvarðistiˈkɔ] SUBST ουδ ΑΕΡΟ

βομβαρδιστικό
Bomber αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βομβαρδιστικό

βομβαρδιστικό αεροπλάνο
Bomber αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский