Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βομβαρδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βομβαρδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vɔɱvarˈðizɔ] VERB μεταβ και μτφ

βομβαρδίζω
βομβαρδίζω κάποιον με ερωτήσεις

Παραδειγματικές φράσεις με βομβαρδίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский