Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βεβιασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βεβιασμέν|ος <-η, -ο> [vɛvjazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. βεβιασμένος (βιαστικός):

βεβιασμένος

2. βεβιασμένος (χαμόγελο):

βεβιασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский