Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βεβαιωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βεβαιωτικ|ός <-ή, -ό> [vɛvɛɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. βεβαιωτικός (επικυρωτικός):

βεβαιωτικός

2. βεβαιωτικός (καταφατικός):

βεβαιωτικός

Παραδειγματικές φράσεις με βεβαιωτικός

βεβαιωτικός όρκος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский