Ελληνικά » Γερμανικά

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

μαεστρία [maɛsˈtria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

βάδισμα [ˈvaðizma] SUBST ουδ

1. βάδισμα (γενικά):

Gang αρσ

2. βάδισμα (τρόπος βαδίσματος αλόγου):

Schritt αρσ

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST αρσ, κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST θηλ

Gitarrist(in) αρσ (θηλ)

ραδιομετρία [raðiɔmɛˈtria] SUBST θηλ ΦΥΣ

βερμπαλιστής [vɛrbalisˈtis] SUBST αρσ, βερμπαλίστρια [vɛrbaˈlistria] SUBST θηλ

παρουσιάστρια [parusiˈastria] SUBST θηλ TV

φλαουτίστας [flauˈtistas] SUBST αρσ, φλαουτίστα [flauˈtista], φλαουτίστρια [flauˈtistria] SUBST θηλ

εμβαδομετρία [ɛɱvaðɔmɛˈtria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский