Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαδί|ζω <-σα> [vaˈðizɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με βαδίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский