Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βά|λλω <-λα, -λθηκα, -λμένος> [ˈvalɔ] VERB αμετάβ

1. βάλλω (με όπλο):

βάλλω

2. βάλλω μτφ (κάνω επίθεση με το λόγο μου):

Παραδειγματικές φράσεις με βάλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский