Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αχρέωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αχρέωτ|ος <-η, -ο> [aˈxrɛɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αχρέωτος (άνθρωπος, επιχείρηση):

αχρέωτος

2. αχρέωτος (λογαριασμός):

αχρέωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский