Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άχρηστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άχρηστ|ος <-η, -ο> [ˈaxristɔs] ΕΠΊΘ

1. άχρηστος (όχι χρήσιμος):

άχρηστος
Papierkorb αρσ

2. άχρηστος (ανίκανος):

άχρηστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский