Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφρί|ζω <-σα, -σμένος> [aˈfrizɔ] VERB αμετάβ

αφρίζω
αφρίζω από το θυμό μου

Παραδειγματικές φράσεις με αφρίζω

αφρίζω από το θυμό μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский