Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφουγκράζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφουγκρά|ζομαι <-στηκα> [afuŋˈgrazɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αφουγκράζομαι (ακούω με προσοχή, προσπαθώ να ακούσω):

αφουγκράζομαι

2. αφουγκράζομαι (βάζω αφτί):

αφουγκράζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский