Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφορολόγητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφορολόγητ|ος <-η, -ο> [afɔrɔˈlɔjitɔs] ΕΠΊΘ

1. αφορολόγητος (που δεν απαιτεί φόρους):

αφορολόγητος
Freibetrag αρσ

2. αφορολόγητος (που δεν απαιτεί δασμούς):

αφορολόγητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский