Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφορισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφορισμός [afɔrizˈmɔs] SUBST αρσ

1. αφορισμός ΘΡΗΣΚ:

αφορισμός

2. αφορισμός (γνωμικό):

αφορισμός
Aphorismus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский