Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφηρημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφηρημέν|ος <-η, -ο> [afiriˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αφηρημένος (που δεν προσέχει):

αφηρημένος

2. αφηρημένος (βυθισμένος σε σκέψεις):

αφηρημένος

3. αφηρημένος ΦΙΛΟΣ (όχι συγκεκριμένος):

αφηρημένος
abstrakte Kunst θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αφηρημένος

αφηρημένος αριθμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский