Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφήλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφήλιο [aˈfiliɔ] SUBST ουδ

αφήλιο
Aphel ουδ
αφήλιο
Aphelium ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский