Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άφθαρτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άφθαρτ|ος <-η, -ο> [ˈafθartɔs] ΕΠΊΘ

1. άφθαρτος (ακατάλυτος, που δεν καταστρέφεται):

άφθαρτος

2. άφθαρτος μτφ (φήμη):

άφθαρτος

3. άφθαρτος (ρούχο: που δε φθάρθηκε):

άφθαρτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский