Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτάρκης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτάρκ|ης <-ης, αύταρκες> [afˈtarcis] ΕΠΊΘ

1. αυτάρκης (ικανός να αυτοεξυπηρετηθεί):

είμαι αυτάρκης

2. αυτάρκης (ανεξάρτητος):

αυτάρκης

3. αυτάρκης (αρκούμενος σε όσα έχει):

αυτάρκης

Παραδειγματικές φράσεις με αυτάρκης

είμαι αυτάρκης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский