Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυταρχικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυταρχικότητα [aftarçiˈkɔtita] SUBST θηλ (του χρακτήρα κάποιου)

αυταρχικότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский