Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατρόχιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατρόχιστ|ος <-η, -ο> [aˈtrɔçistɔs] ΕΠΊΘ (μαχαίρι)

ατρόχιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский