Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατσαλάκωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατσαλάκωτ|ος <-η, -ο> [atsaˈlakɔtɔs] ΕΠΊΘ

ατσαλάκωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский