Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασφαλιζόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασφαλιζόμεν|ος (-η) [asfaliˈzɔmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ασφαλιζόμενος (-η)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский