Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασφαλειομεσίτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασφαλειομεσίτης [asfaliɔmɛˈsitis] SUBST αρσ, ασφαλειομεσίτρα [asfaliɔmɛˈsitra], ασφαλειομεσίτρια [asfaliɔmɛˈsitria] SUBST θηλ

ασφαλειομεσίτης
Versicherungsmakler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский