Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασυννέφιαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυννέφιαστ|ος <-η, -ο> [asiˈnɛfçastɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυννέφιαστος (ουρανός):

ασυννέφιαστος

2. ασυννέφιαστος (ευτυχία, ζωή):

ασυννέφιαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский