Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρχαιρεσίες“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρχαιρεσίες [arçɛrɛˈsiɛs] SUBST θηλ πλ

αρχαιρεσίες
Wahlen θηλ πλ
αρχαιρεσίες
Wahl θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский