Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρχάριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αρχάρι|ος <-α, -ο> [arˈxariɔs] ΕΠΊΘ (πρωτόπειρος)

αρχάριος

II . αρχάρι|ος <-α, -ο> [arˈxariɔs] SUBST αρσ/θηλ

αρχάριος
Anfänger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский