Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρχαιοσυλλέκτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρχαιοσυλλέκτ|ης (-ρια) [arçɛɔsiˈlɛkt|is, -ria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αρχαιοσυλλέκτης (-ρια)
Antiquitätensammler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский