Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρπαχτή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρπαχτή [arpaxˈti] SUBST θηλ

1. αρπαχτή (μπάζα) SUBST θηλ:

αρπαχτή
Beute θηλ

2. αρπαχτή (γρήγορο και εύκολο κέρδος):

αρπαχτή
schnelles Geld ουδ
κάνω μια γερή αρπαχτή

Παραδειγματικές φράσεις με αρπαχτή

κάνω μια γερή αρπαχτή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский