Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρθριτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρθριτικ|ός <-ή, -ό> [arθritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αρθριτικός (που πάσχει από αρθρίτιδα):

αρθριτικός

2. αρθριτικός (προερχόμενος από αρθρίτιδα):

αρθριτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский