Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόψυξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόψυξ|η <-εις> [aˈpɔpsiksi] SUBST θηλ

1. απόψυξη (ξεπάγωμα):

απόψυξη
Auftauen ουδ

2. απόψυξη (ψυγείου):

απόψυξη
Abtauen ουδ
κάνω απόψυξη στο ψυγείο

Παραδειγματικές φράσεις με απόψυξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский