Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποψίλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποψίλωσ|η <-εις> [apɔˈpsilɔsi] SUBST θηλ (δάσους, έκτασης)

αποψίλωση
Kahlschlag αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский