Ελληνικά » Γερμανικά

απόλυτ|ος <-η, -ο> [aˈpɔlitɔs] ΕΠΊΘ

1. απόλυτος (άσχετος προς οτιδήποτε άλλο):

απόλυτος
απόλυτος αριθμός
Kardinalzahl θηλ
Kardinalzahlen θηλ πλ
Grundzahlen θηλ πλ
Absolute Musik θηλ

απολυτ|ός <-ή, -ό> [apɔliˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. απολυτός (σκοινί):

Παραδειγματικές φράσεις με απόλυτος

απόλυτος αριθμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский