Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απολύτρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απολύτρωσ|η <-εις> [apɔˈlitrɔsi] SUBST θηλ

1. απολύτρωση (απελευθέρωση):

απολύτρωση
Befreiung θηλ

2. απολύτρωση (με λύτρα):

απολύτρωση
Freikaufen ουδ

3. απολύτρωση (από βάσανα) ΘΡΗΣΚ:

απολύτρωση
Erlösung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский