Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: απόβλητος , απόβλητα , αδιάβλητο και αποβλέπω

απόβλητ|ος <-η, -ο> [aˈpɔvlitɔs] ΕΠΊΘ (κοινωνικά)

αδιάβλητο [aðiˈavlitɔ] SUBST ουδ

αποβλέ|πω <-ψα> [apɔˈvlɛpɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский