Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απροβλημάτιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απροβλημάτιστ|ος <-η, -ο> [aprɔvliˈmatistɔs] ΕΠΊΘ (πράξη, άνθρωπος)

απροβλημάτιστος
είναι εντελώς απροβλημάτιστος γύρω από

Παραδειγματικές φράσεις με απροβλημάτιστος

είναι εντελώς απροβλημάτιστος γύρω από

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский