Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αποστασία , προστάτισσα , αποστατώ και επαναστάτισσα

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST θηλ

αποστασία [apɔstaˈsia] SUBST θηλ

1. αποστασία (αποσκίρτηση):

Abfall αρσ

2. αποστασία (εξέγερση):

Aufstand αρσ

αποστατ|ώ <-είς, -ησα> [apɔstaˈtɔ] VERB αμετάβ

1. αποστατώ (από κόμμα):

2. αποστατώ (επαναστατώ):

rebellieren gegen +αιτ

επαναστάτης [ɛpanaˈstatis] SUBST αρσ, επαναστάτισσα [ɛpanaˈstatisa], επαναστάτρια [ɛpanaˈstatria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский