Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απορρυπαντικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απορρυπαντικό [apɔripandiˈkɔ] SUBST ουδ

1. απορρυπαντικό (γενικής χρήσης):

απορρυπαντικό

2. απορρυπαντικό (για ρούχα):

απορρυπαντικό
Waschmittel ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский