Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσάθρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσάθρωσ|η [apɔˈsaθrɔsi] SUBST θηλ

1. αποσάθρωση (σάπισμα):

αποσάθρωση
Verfaulen ουδ

2. αποσάθρωση (για πράγμα εκτεθειμένο στον καιρό, έξω):

αποσάθρωση
Verwitterung θηλ
χημική αποσάθρωση

3. αποσάθρωση μτφ:

αποσάθρωση
Zerfall αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αποσάθρωση

χημική αποσάθρωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский