Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απορροφώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απορροφ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔrɔˈfɔ] VERB μεταβ

1. απορροφώ (υγρό):

απορροφώ

2. απορροφώ (υγρασία):

απορροφώ

3. απορροφώ ΦΥΣ:

απορροφώ

4. απορροφώ μτφ (απασχολώ πολύ):

απορροφώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский