Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκομίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκομί|ζω <-σα, -στηκα> [apɔkɔˈmizɔ] VERB μεταβ

1. αποκομίζω (παίρνω μαζί):

αποκομίζω

2. αποκομίζω (πηγαίνω κάτι αλλού):

αποκομίζω

3. αποκομίζω μτφ (εντύπωση):

αποκομίζω

4. αποκομίζω μτφ (κέρδος):

αποκομίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский