Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποκάν|ω <-α> [apɔˈkanɔ] VERB μεταβ

1. αποκάνω (τελειώνω κάτι):

αποκάνω

2. αποκάνω (κάνω τελικά):

II . αποκάν|ω <-α> [apɔˈkanɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский