Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απεριποίητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απεριποίητ|ος <-η, -ο> [apɛriˈpiitɔs] ΕΠΊΘ

1. απεριποίητος (εμφάνιση, κήπος):

απεριποίητος

2. απεριποίητος (πελάτης):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский