Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαρτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απαρτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aparˈtizɔ] VERB μεταβ (αποτελώ, σχηματίζω)

απαρτίζω

II . απαρτίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский