Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαρχαιώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαρχαιώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [aparçɛˈɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

απαρχαιώνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский