Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαρνιέμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαρν|ιέμαι [aparˈɲɛmɛ], απαρν|ιούμαι [aparˈɲumɛ], απαρν|ούμαι [aparˈnumɛ] <-ήθηκα, -ημένος> VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. απαρνιέμαι (πίστη, ιδέες, άτομο):

απαρνιέμαι

2. απαρνιέμαι (συνήθεια):

απαρνιέμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский