Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαράβλεπτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαράβλεπτ|ος <-η, -ο> [apaˈravlɛptɔs] ΕΠΊΘ

1. απαράβλεπτος (που δεν παραβλέφθηκε):

απαράβλεπτος

2. απαράβλεπτος (που δεν παραβλέπεται):

απαράβλεπτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский