Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαξιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαξιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apaksiˈɔnɔ] VERB αμετάβ

1. απαξιώνω (απορρίπτω ως ανάξιο):

απαξιώνω

2. απαξιώνω (θεωρώ ανάξιό μου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский