Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανόρεχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανόρεχτ|ος <-η, -ο> [aˈnɔrɛxtɔs] ΕΠΊΘ

1. ανόρεχτος (χωρίς όρεξη για φαγητό):

ανόρεχτος

2. ανόρεχτος (άκεφος):

ανόρεχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский